- ἑστιῶτις
- ἑστιῶτιςoffem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστιώτης — ἑστιώτης, ὁ (θηλ. ἑστιῶτις) (Α) [εστία] αυτός που ανήκει στον οίκο ή προέρχεται από τον οίκο («ἑστιῶτις αὔρα» η αύρα που έρχεται από τον οίκο, Σοφ.) … Dictionary of Greek